Μανώλης Γλέζος: «Ελλάδα! Φως!»

Ήταν μόλις 19 ετών ο Μανώλη Γλέζος όταν μαζί με τον Σάντα κατέβασαν την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη το 1941, και αυτή έμελλε να γίνει η πιο γενναία πράξη κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Η πρώτη κίνηση αντίστασης, ήρθε από δυο φοιτητές που ξεκίνησαν τη δράση τους από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και δεν σταμάτησαν ποτέ να αγωνίζεται για τα ιδανικά τους.
«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία.Εγω όμως ακόμα κι απ την ιστορία της σημαίας θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα . Πάω σπιτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ έξω, με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω «Μάνα»!!! Σηκώνεται απότομα με πιάνει απ το λαιμό με πάει στη κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει «που ήσουν;». Τότε ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει .Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει «Πήγαινε κοιμήσου». Την άλλη μερα το πρωί ακούω τον εξής διάλογο .Ο πατριός μου τη ρωτάει «που ήταν χθες το βράδυ ο μεγαλος σου γυιός;», του απανταει «ανέβα στη ταράτσα και κύταξε την Ακρόπολη». Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πως το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της , αλλα για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου . Η μάνα μου».
Μοναδική πολιτική προσωπικότητα, ο τελευταίος μιας γενιάς αριστερών ιδεολόγων, ενεργός στην πολιτική μέχρι πρότινος, ήρωας και πρωταγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης, καταδικασμένος σε θάνατο τρεις φορές.
Ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι της Δευτέρας, 30 Μαρτίου 2020, είχε αναφερθεί πολλές φορές στην ηρωική του πράξη και στον τρόπο που το αντιμετώπισε η οικογένεια του.
Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως το σκίτσο που δημιούργησε ο σπουδαίος Πάμπλο Πικάσο και απεικονίζει την Ακρόπολη με το Μανώλη Γλέζο να φαίνεται στην κορυφή του βράχου. Το σκίτσο φτιάχτηκε το καλοκαίρι του 1959 σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για τον αριστερό αγωνιστή. Ένα χρόνο πριν ο Γλέζος συλλαμβάνεται και παραπέμπεται σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας, επειδή είχε συναντήσει τον Κώστα Κολιγιάννη, τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ. Ο Γλέζος στη δίκη του υποστηρίζει ότι είχε καθήκον να συναντήσει τον Κολιγιάννη, ως άνθρωπος, επειδή τον γνώριζε προσωπικά, ως δημοσιογράφος αλλά και ως κομμουνιστής ήταν αναντίρρητη υποχρέωση να συναντήσει ανώτερο στέλεχος του κόμματος. Τελικά, ο Μανώλης Γλέζος καταδικάζεται σε πενταετή κάθειρξη για συνεργία σε κατασκοπεία και φυλακίζεται.
Όταν
το 1958 συνελλήφθη ο Μανώλης Γλέζος μαζί με πλήθος άλλων με την κατηγορία της
κατασκοπείας, η διεθνής κοινότητα αφυπνίστηκε και κινήθηκε με τη δημιουργία
οργανώσεων για την αθώωσή του. Στο πλευρό του βρέθηκαν οι πλέον εμβληματικοί
Γάλλοι διαννούμενοι, όπως ο Ζαν Πωλ Σαρτρ αλλά και ο Αλμπέρ Καμύ. Σε μια
επιστολή του με προσωπικό τόνο και φορτισμένη, στις 27 Απριλίου του 1959, ο
Αλμπέρ Καμύ απευθύνθηκε προσωπικά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή γράφοντας: «Πέρα
από κάθε κομματικό πνεύμα, θα ήθελα να σας εκφράσω τα συναισθήματα με τα οποία
οι ελεύθεροι Γάλλοι διανοούμενοι παρακολουθούν την υπόθεση Γλέζου. Η φιλία και
το χρέος της προσωπικής ευγνωμοσύνης που αισθανόμαστε για τη χώρα σας μας
οδηγούν να πάρουμε θέση στην υπόθεση αυτή. Απευθύνοντας έκκληση στα πιστεύω σας
περί δικαιοσύνης, θα ήμασταν ευγνώμονες εάν θελήσετε να δείξετε ευμένεια ως
προς τον διανοούμενο Μανώλη Γλέζο, του οποίου δεν ασπάζομαι τις πεποιθήσεις
μεν, αλλά θεωρώ ότι η γενναιότητα του είναι άξια, αν μη τι άλλο, εκτίμησης».
Στην προσπάθεια προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο να πιέσουν για την αποφυλάκιση Γλέζου, κίνημα που ξεκίνησε ο Καμύ, προστίθεται αμέσως και ο Πάμπλο Πικάσο. Στις 2 Ιουλίου του 1959, κι ενώ ο Μ. Γλέζος βρίσκεται στη φυλακή, ο Πικάσο σχεδιάζει έναν «Παρθενώνα»: στην κορυφή του αετώματος στέκεται η μορφή του Μ. Γλέζου να εγείρει μια σημαία με το περιστέρι της ειρήνης.
Το
σχέδιο γίνεται πρωτοσέλιδο στην Humanit με τίτλο «Το μολύβι του Πικάσο σε
βοήθεια του Ήρωα της Ακρόπολης». Ο Μ. Γλέζος αποφυλακίστηκε το 1962 και ένα
χρόνο αργότερα επισκέφθηκε τον καλλιτέχνη.
Την συνάντηση εκείνη περιγράφει ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος στον Ηλία Μαγκλίνη και την εφημερίδα «Καθημερινή».
«Στις 15 Δεκεμβρίου 1962 αποφυλακίστηκα και η επιτροπή που είχε σχηματιστεί στη Γαλλία για την απελευθέρωσή μου με προσκάλεσε εκεί. Συνάντησα τον Πικάσο στην έπαυλή του, στην Aix-en-Provence. Εκείνη την εποχή είχε δημιουργήσει μια σειρά έργων σε μέταλλο, που είχαν εκτεθεί στην έπαυλή του. Μέσα από αυτά τα έργα πέρασα και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Εκεί ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Ήταν άρρωστος αλλά ήθελε να με δει. Μπήκα μέσα σε μια τεράστια αίθουσα. Υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι και όπως ήταν καθισμένος, είχε δεξιά του έναν όγκο από γράμματα, τα διάβαζε και μετά τα έριχνε αριστερά του. Η αίθουσα ήταν εντελώς άδεια από έργα και πίνακες. Μπροστά του όμως είχε παράθυρα απ' όπου έμπαινε άπλετο φως. Τον πλησίασα και μόλις έφτασα κοντά του, και άπλωσα το χέρι μου, μου έδωσε το δικό του και μου είπε: «Ελλάδα! Φως!» Μετά, καθίσαμε και κουβεντιάσαμε. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή του τη φράση. Μου ανέλυσε πότε και πώς ήρθε στην Ελλάδα, τις εντυπώσεις του από τον Παρθενώνα αλλά δεν είπαμε τίποτα για το σχέδιο που είχε φτιάξει για μένα. Φυσικά, τον ευχαρίστησα για τη βοήθειά του.
Ο Μανώλη Γλέζος είχε την τύχη να γνωρίσει και να συναναστραφεί με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Ονόματα που άλλαξαν του ρου της ιστορίας, άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τα ιδανικά τους, πολιτικούς και καλλιτέχνες που λατρεύτηκαν από χιλιάδες. Όπως ακριβώς και ο ίδιος. O Γλέζος συνάντησε τον Αραφάτ, τον Μαο, τον Πικάσο, τον Τζάβεζ, αλλά σίγουρα η γνωριμία που εκείνος ξεχώριζε ήταν αυτή με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα.
«Είχα γνωρίσει τον Φιντέλ και τον Τσε το 1963, όταν είχα πάει στην Κούβα» αναφέρει ο ίδιος σε μια συνέντευξη του στο Vice και συνεχίζει: «Τον Φιντέλ μάλιστα, τον γνώρισα σε ένα παιχνίδι baseball. Με ήξερε ήδη. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο γνωστός στην Κούβα».
Όπως γράφει: «Viva Cuba, Vica
Cuba, Viva Cuba. Ο Φιντέλ, ο Τσε Γκεβάρα, εσύ και οι Κουβανέζοι μου έμαθαν, όταν είχα έλθει
στην Κούβα πριν από μισό αιώνα, γιατί το είχατε κάνει πράξη με τους αγώνες και
τις θυσίες σας. Το όραμα για μια ελεύθερη Λατινική Αμερική και ελεύθερη
ολόκληρη την ανθρωπότητα παραμένει όραμα, ζωντανεύει και θεριεύει, με τη
βιολογική αποχώρηση του Fidel, γιατί ο Fidel ως όραμα, ως ιδέα δεν πέθανε, ζει
και εμψυχώνει όλους τους σκλάβους, όλους τους αγωνιστές».